- υπόγλυκος
- -η, -ο / ὑπόγλυκυς, -εῑα, -υ, ΝΑο κάπως γλυκός, αυτός που έχει λίγο γλυκιά γεύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + γλυκύς / γλυκός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάγλυκος — η, ο 1. ο λίγο γλυκός, υπόγλυκος, άγλυκος 2. αυτός που περιέχει πολύ νερό, νερουλός 3. ο επιτηδευμένα και άχαρα γλυκός στους τρόπους, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλυκός. ΠΑΡ. αναγλυκώνω] … Dictionary of Greek
γλυκερός — ή, ό (AM γλυκερός, ά, όν) 1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση 2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς 3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ. β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης) 4. ο ποθητός (α … Dictionary of Greek
γλυκούλης — ούλα, ούλικο [γλυκός] 1. υπόγλυκος 2. συμπαθητικός … Dictionary of Greek
επίγλυκυς — ἐπίγλυκυς, εία, ο (Α) υπόγλυκος … Dictionary of Greek
επιγλυκαίνω — ἐπιγλυκαίνω (Α) 1. κάνω κάτι γλυκύτερο 2. είμαι υπόγλυκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλυκαίνω ή < επίγλυκυς] … Dictionary of Greek
υπόγλυκυς — εῑα, υ, Α βλ. υπόγλυκος … Dictionary of Greek
γλυκούτσικος — η, ο επίρρ. α 1. ο υπόγλυκος, αυτός που έχει σχετικά γλυκιά γεύση: Ο καφές είναι γλυκούτσικος. 2. μτφ., ο συμπαθητικός, ο σχετικά ήπιος, ο πράος: Τι γλυκούτσικο μωράκι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)